υδραργύρωση

υδραργύρωση
η, Ν
1. χημ. διεργασία κατά την οποία εισάγεται σε ένα οργανικό μόριο η ομάδα -HgX, που περιέχει ένα άτομο υδραργύρου
2. εργασία που συνίσταται στην κάλυψη μιας μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα υδραργύρου προκειμένου να σχηματιστεί αμάλγαμα
3. ιατρ. υδραργυρίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + κατάλ. -ωση, απόδοση στην ελλ. ξεν. όρων, πρβλ. γαλλ. mercurage και mercuration (< mercury «υδράργυρος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδραργύρωση — η 1. επίχριση με υδράργυρο. 2. υδραργυρίαση, υδραργυρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”